- αἰσχρορρήμων
- αἰσχρορρήμωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αισχρορρήμων — (ονος), ον (Α αἰσχρορρήμων) ο αισχρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω». ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)] … Dictionary of Greek
αἰσχρορρήμονα — αἰσχρορρήμων neut nom/voc/acc pl αἰσχρορρήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημόνως — αἰσχρορρήμων adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρορρημονώ — ( έω) (Α αἰσχρορρημονῶ) [αἰσχρορρήμων] αισχρολογώ* … Dictionary of Greek
αισχρορρημοσύνη — η (Α αἰσχρορρημοσύνη) [αἰσχρορρήμων] η αισχρολογία* … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek